- βαφέων
- βαφεύςa dyermasc gen plβαφέω̆ν , βαφεύςa dyermasc gen plβαφήdippingfem gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TINCTOR — Graece Βαφεὺς, a tingendis purpurâ, aliôque colorum genere vestibus, lapidibusque nomen habet: cuiusmodi Artificum memoriam servat Hierapoli vetus Inscr. ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΗΡΩΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟΙ ΗΕΡΓΑΣΑΑ ΤΩΝ ΒΑΦΕΩΝ Heroum hocce coronat corpus Tinctorum, apud Iac … Hofmann J. Lexicon universale
κανό — I (Kano). Πόλη (3.329.900 κάτ. το 2003) της Νιγηρίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (20.131 τ. χλμ., 9.728.300 κάτ.). Αποτελεί κέντρο της φυλής των Xάουσα και ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, τα πανάρχαια χρόνια από έναν σιδερά που… … Dictionary of Greek
Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… … Dictionary of Greek